- τυφλοσ(ο)ύρτης
- ο1) поводырь; 2) перен. справочник, руководство (для учащихся)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυφλοσ(ο)ύρτης — ο 1. αυτός που σέρνει, που καθοδηγεί τυφλό. 2. μτφ., πρόχειρο και πρακτικό βοήθημα, με το οποίο βρίσκει κανείς κάτι άκοπα και μηχανικά: Οι σχολικές μεταφράσεις είναι τυφλοσύρτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)